- ανειδίκευτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ειδικευθεί ή που ασκείται σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίθος — I Δήμος της αρχαίας Αττικής, που πιθανόν να βρισκόταν κοντά στην Κηφισιά. Ο δημότης του ονομαζόταν Πιθεύς ή Πιθεεύς. II Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Θιναλείου … Dictionary of Greek